γλωσσόκομον

γλωσσόκομον
γλωσσόκομον, το (AM)
κιβώτιο, κουτί
αρχ.
1. κιβώτιο ή θήκη για φύλαξη χρημάτων ή πολύτιμων αντικειμένων
2. φέρετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + -κομον < κομώ «φροντίζω για κάτι, περιποιούμαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γλωσσόκομον — case to keep the reeds neut nom/voc/acc sg γλωσσόκομος sarcophagus masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλωττόκομον — γλωσσόκομον , γλωσσόκομον case to keep the reeds neut nom/voc/acc sg γλωσσόκομον , γλωσσόκομος sarcophagus masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλωσσοκόμοις — γλωσσόκομον case to keep the reeds neut dat pl γλωσσόκομος sarcophagus masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλωσσοκόμου — γλωσσόκομον case to keep the reeds neut gen sg γλωσσόκομος sarcophagus masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλωσσοκόμων — γλωσσόκομον case to keep the reeds neut gen pl γλωσσόκομος sarcophagus masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλωσσοκόμῳ — γλωσσόκομον case to keep the reeds neut dat sg γλωσσόκομος sarcophagus masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλωσσόκομα — γλωσσόκομον case to keep the reeds neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Nymphodorus (physician) — Nymphodorus, (Greek: Νυμφόδωρος; 3rd century BC), a Greek physician, who must have lived in or before the 3rd century BC, as he is mentioned by Heraclides of Tarentum.[1] He was celebrated for the invention of a machine for the reduction of… …   Wikipedia

  • γλωσσοκομείον — γλωσσοκομεῑον και γλωττοκομεῑον, το (Α) [γλωσσόκομον] 1. κιβώτιο για τη φύλαξη γλωττίδων, στομίων τών αυλών 2. ορθοπεδική συσκευή για να συγκρατεί ακίνητο κάποιο εξαρθρωμένο ή σπασμένο μέλος τού σώματος 3. το γυναικείο αιδοίο …   Dictionary of Greek

  • γλωσσόκομος — γλωσσόκομος, ο (Μ) το γλωσσόκομον, κιβώτιο για φύλαξη χρημάτων και τιμαλφών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + κομος < κομώ «φροντίζω για κάτι, περιποιούμαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”